- ουτάζοντο
- οὐτάζοντοοὐτάζωimperf ind mp 3rd plοὐτάζωimperf ind mp 3rd pl (homeric ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
οὐτάζοντο — οὐτάζω imperf ind mp 3rd pl οὐτάζω imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουτάω — οὐτάω και οὔτημι και οὐτάζω (Α) 1. χτυπώ με όπλο, τραυματίζω (α. «πολλοὶ δ οὐτάζοντο κατὰ χρόα νηλέι χαλκῷ» Ομ. Ιλ. β. «οὖτα δὲ δουρὶ παρ ὀμφαλόν», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ με το χέρι και τραυματίζω («Κύπριδα μὲν πρῶτα σχεδὸν οὔτασε χεῑρ ἐπὶ καρπῷ», Ομ … Dictionary of Greek